πικρίδι

πικρίδι
πικρίς
ox-tongue
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πικρίδι — το φυτό με πικρό χυμό, λαγόψωμο, πικραλίδα, γαλατσίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παπαδόπουλος, Ιωάννης Β — (Πικρίδι, Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1956). Έλληνας μεσαιωνολόγος και φιλόλογος. Αδελφός της διηγηματογράφου Αλεξ. Παπαδόπουλου (1868 – 1907), σπούδασε βυζαντινολογία στο Παρίσι. Πριν έρθει στην Ελλάδα, δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”